- ὠμογέρων
- ὠμογέρωνa freshmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμογέρων — οντος, ὁ, ΜΑ αυτός που έχει γεράσει πρόωρα μσν. ως επίθ. (για βοστρύχους) αυτός που έχει ασπρίσει πρόωρα αρχ. ακμαίος, ζωηρός γέροντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + γέρων] … Dictionary of Greek
ὠμογερόντων — ὠμογέρων a fresh masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμογέροντα — ὠμογέρων a fresh masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμογέροντας — ὠμογέρων a fresh masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμογέροντες — ὠμογέρων a fresh masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμογέροντι — ὠμογέρων a fresh masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμογέροντος — ὠμογέρων a fresh masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
ωμόγραυς — γραος, ἡ, Α θηλ. τ. τού ὠμογέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + γραῦς] … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek